- κουτσοπίνω
- (σχετικά με κρασί) πίνω σιγά σιγά, λίγο λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* (< επίρρ. κουτσά) + πίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτσοπίνω — βλ. πίν. 167 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουτσοπίνω — κουτσόπια, κουτσοπιώθηκα, κουτσοπιωμένος, πίνω λίγο λίγο, πίνω κρασί σιγά σιγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek
διαπίνω — (Α) 1. παραβγαίνω με κάποιον στο ποτό 2. πίνω κατά διαλείμματα ή λίγο λίγο, κουτσοπίνω 3. κάνω πρόποση … Dictionary of Greek
επιψακάζω — ἐπιψακάζω (Α) 1. επιψεκάζω* 2. (για κρασί) πίνω σιγά σιγά, κουτσοπίνω («ἢν οἱ παῑδες μικραῑς κύλιξι πυκνά ἐπιψακάζωσιν», Ξεν.) … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
υποβρέχω — Α 1. (για μέθυσο) πίνω λιγάκι, κουτσοπίνω («τὸ λοιπόν τῆς ἡμέρας ὑποβρέχει», Άλεξ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ὑποβεβρεγμένος, η, ον ελαφρά μεθυσμένος … Dictionary of Greek